Ινδοκινέζος

Ινδοκινέζος
ο, θηλ. -έζα
ο κάτοικος τής Ινδοκίνας ή αυτός που κατάγεται από αυτήν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ινδοκινέζος — ο θηλ. έζα ο κάτοικος της Ινδοκίνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ινδοσίνης — ὁ ο κάτοικος τής Ινδοκίνας, ο Ινδοκινέζος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”